- σημείο
- [симио] ουσ. о. знак, значок, отметка, знак, сигнал.εκ. написанный условными знаками, шифром,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
σημείο — το 1. ορισμένο μέρος: Δεν ήξερε σε ποιο σημείο είχαν κρύψει το θησαυρό. – Οι αθλητές πήραν θέσεις στο σημείο εκκίνησης. 2. ορισμένη χρονική στιγμή: Σ αυτό το σημείο τον διέκοψαν. 3. μέρος ενός λόγου: Σ αυτό το σημείο του λόγου του ήταν ασαφής. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανώμαλο σημείο — Ο όρος συναντάται στη μαθηματική ανάλυση όταν πρόκειται για μια συνάρτηση και στη γεωμετρία όταν πρόκειται για μια καμπύλη ή μια επιφάνεια. Σε ένα τέτοιο σημείο η συνάρτηση, αντίστοιχα η καμπύλη (ή η επιφάνεια) παρουσιάζουν μια ιδιότυπη… … Dictionary of Greek
καμπής, σημείο — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό εκείνου του σημείου της καμπύλης μιας συνάρτησης στο οποίο η καμπύλη αλλάζει κυρτότητα. Στο σχήμα, το σημείο Ρ είναι ένα σ.κ. της καμπύλης. Αν x = x(t), y = y(t), α < t < β είναι μία παραμετρική … Dictionary of Greek
ευτηκτικό σημείο — Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ.… … Dictionary of Greek
αβαρούς, σημείο του- — Το σημείο του Διαστήματος όπου εξισορροπούνται οι έλξεις δύο ουράνιων σωμάτων (Γη Σελήνη στα 9/10 της απόστασης) … Dictionary of Greek
ζωτικό σημείο — Ένδειξη –όπως ένας σφυγμός, ένας χτύπος καρδιάς, μία συστολή της κόρης, μία κίνηση αναπνοής του στήθους– ότι το άτομο είναι ακόμη ζωντανό … Dictionary of Greek
ισοηλεκτρικό σημείο — (Χημ.). Ονομάζεται η τιμή του πε χα του μέσου διασποράς ενός κολλοειδούς εναιωρήματος ή ενός αμφολύτη, για την οποία η διαλυμένη ουσία δεν κινείται σε ηλεκτροφορητικό πεδίο. Ο όρος ι.σ. παριστάνεται διεθνώς ως pI. Οι αμφολύτες είναι μόρια στα… … Dictionary of Greek
ναδίρ — Σημείο στο οποίο η κατακόρυφος που διέρχεται από τον παρατηρητή και προεκτείνεται κάτω από τα πόδια του, συναντά τον ουράνιο θόλο, αφού διαπεράσει τη Γη. To ν. είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του ζενίθ· συνεπώς τα δύο αυτά σημεία, ζενίθ και … Dictionary of Greek
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek